Τα γηγενή βοοειδή της Ελλάδας κατατάσσονται σε δύο φυλές βοών του υποείδους Bos taurus europeus (Ελληνική Βραχυκερατική φυλή και Ελληνική Στεππική φυλή) και σε μία φυλή βούβαλου του είδους Bubalus bubalis (Ελληνικός Βούβαλος).
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950, τα εγχώρια βοοειδή παρέμειναν αβελτίωτα και με χαμηλή παραγωγική ικανότητα εξαιτίας, κυρίως, των αντίξοων κλιματεδαφικών, οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που επικρατούσαν στη χώρα. Τα ζώα της Ελληνικής Βραχυκερατικής φυλής εκτρέφονταν άλλοτε σε όλες, σχεδόν, τις περιοχές της Ελλάδας και αντιπροσώπευαν το 80% περίπου των βοοειδών που υπήρχαν στην Ελλάδα, ενώ από το 1946, με σκοπό την κάλυψη των μεγάλων αναγκών της χώρας σε βοοτροφικά προϊόντα, ξεκίνησε η μαζική εισαγωγή ταύρων και αγελάδων της φυλής «Φαιά των Άλπεων» (Σβιτς) και η εφαρμογή προγραμμάτων τεχνητής σπερματέγχυσης για τη βελτίωση των αποδόσεων των εγχώριων βοοειδών.
Πληθυσμοί της Ελληνικής Βραχυκερατικής φυλής στην Ελλάδα απαντώνται σήμερα σε ορεινές περιοχές της Αιτωλοακαρνανίας, της Ηπείρου, των Γρεβενών, της Ροδόπης, του Μπέλες, του Παγγαίου, της Θεσσαλίας, της υπόλοιπης Δυτικής Μακεδονίας και της Πίνδου, αλλά και σε νησιά όπως η Κεφαλονιά και το Μεγανήσι (Ιθάκη).
Η Ελληνική Βραχυκερατική φυλή θεωρείται συγγενής των βραχυκερατικών φυλών των Βαλκανίων: Busa ή Busha Γιουγκοσλαβίας, από την οποία προέρχονται τα βραχυκερατικά ζώα της Αλβανίας, Busa Ρουμανίας και Βραχυκερατική της Ροδόπης στη Βουλγαρία.
Όλες αυτές κατάγονται από την αρχαία ιλλυρική φυλή και, μεταξύ αυτών, η Ελληνική Βραχυκερατική φυλή είναι η πιο μικρόσωμη.